Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Οι ανορθογραφίες της ζωής



Παιδεύτηκα με πολλές ιδέες, μέχρι να καταλήξω στο κείμενο που θα έστελνα στη σελίδα του «Πολίτη», αλλά τελικά, την ιδέα μού την έδωσε ένα μήνυμα στο Facebook.Αφορούσε τα Greeklish και ευαισθητοποιούσε τους χρήστες με την εξής αποτρεπτική φράση: «Αφτί ίνε ι γλόσα που 8ελουν να μα8ουν στα πεδηά μας.»

«Αφτί ίνε ι γλόσα…», ή, για να βάλω συμμέτοχα και τα Αγγλικά, σε αυτή την κάπως αλλοπρόσαλλη γλωσσική πανδαισία: «Afti ine i glosa pou theloun na mathun sta pedia mas». Ή, προκειμένου να πάρουμε στον επίλογο, την ποθητή εκδίκησή μας από τους αλλοδαπούς: «δις ιζ δε νιού γκρικ λάνγκουιτς».

Ομολογώ πως, ιδίως στο facebook, έχω διαβάσει πολλά χαριτωμένα γλωσσικά υβρίδια και δε θα υπερέβαλα, αν παραδεχόμουν πως, τις περισσότερες φορές, μέχρι να αποκρυπτογραφήσω τούτες τις ιδιόμορφες λεκτικές «εφευρέσεις», έχω πλέον ξεχάσει ακόμη και το νόημα της πρότασης.

Όσο πάντως κι αν το έψαξα, δεν βρήκα κάποια λογική βάση σε τούτη την γλωσσική εμμονή. «Εξάλλου», αναρωτήθηκα «πόσοι πια να είναι οι Έλληνες αγγλομαθείς που όλη τη μέρα χρειάζεται να αλλάζουν το πληκτρολόγιο από τα Αγγλικά στα Ελληνικά και τούμπαλιν, αλλά αν και πάλι δεχθούμε πως ίσως και να είναι έτσι, πόσο βαριά - βρε αδερφέ - είναι αυτά τα ρημαδοπλήκτρα, που για χάρη, δήθεν της ευκολίας, προτιμάμε να διαγράφουμε την ψυχή και κυρίως το σώμα μίας ολόκληρης γλώσσας». Και σώμα δεν εννοώ άλλο παρά τις ίδιες τις λέξεις.

Από την άλλη πλευρά, πιστεύω πως, στην περίπτωση του Facebook, έχει πλέον κορυφωθεί μία μιμητική τάση που θα έκανε μέχρι και τον πιο ανορθόγραφο να νιώθει έως και περήφανος για τα μαργαριτάρια του. Με άλλα λόγια - και μιλώντας με όρους ψυχιατρικής - εδώ πρόκειται όχι για απόκλιση, αλλά για μία περίπτωση πρωτόγνωρης ψυχαναγκαστικής εμμονής: «Να νιώθεις οικειότητα, για να μην πω ικανοποίηση με τη χρήση ενός κώδικα που από τη φύση του είναι απλά, δύο και μόνο πράγματα. Εξωγήινος και εξαιρετικά κακόγουστος.» Γιατί, σε τελική ανάλυση, μόνο σαν κακόγουστο πυροτέχνημα θα μπορούσε να θεωρηθεί η μεταλλαγή της λέξης «θέλω» στο έκτρωμα της ακατανόητης σύνθεσης «8elw». Μόνο για να την αποκρυπτογραφήσεις, σχεδόν βραχυκυκλώνεις.

Χωρίς, επομένως, να έχω την παραμικρή πρόθεση υποδείξεων των ορθών και, υποτίθεται, ορθόδοξων γλωσσικών επιλογών και χρήσεων, έχω εντούτοις την ιδιοτροπία να πιστεύω πως οι λέξεις ουδέποτε εγκατέλειψαν τον άνθρωπο στην προσωπική του διαδρομή. Και από την παρηγοριά και την σοφία αυτού του νόμου δεν θα μπορούσα να εξαιρέσω ούτε και τη δική μου Οδύσσεια.

Κατά συνέπεια, η ρίζα αυτής της φαινομενικά αλλοπρόσαλλης συνήθειας δεν θα μπορούσε, τουλάχιστον στα μάτια μου, να εντοπιστεί παρά σ’ ένα ανθρώπινο υπόστρωμα, ενδόμυχο και δυσερμήνευτο. Που πρακτικά σημαίνει πως, αν θα επιχειρούσαμε την ανατομία μίας παραμορφωμένης λέξης, θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με κομμάτια του εαυτού μας, εξίσου παραμορφωμένα και «ανορθόγραφα»… Ανορθόγραφες σκέψεις. Ασύνταχτα συναισθήματα. Αψηλάφητες μνήμες. Ανέκφραστες παρουσίες. Φλύαρες απουσίες. Χιλιάδες λέξεις που οξειδώθηκαν στους ωκεανούς του ανεξερεύνητου ανθρώπινου μικρόκοσμου.

   Στο πολύχρονο, λοιπόν, ταξίδι τους, οι λέξεις μοιάζουν λες και γεννήθηκαν «πρόωρα» από ανθρώπους που αξιώθηκαν στον καθημερινό τους βίο να συλλαβίζουν μόνο τους ήχους των λέξεων, και όχι τα μυστηριακά νοήματα των σκέψεων και των αισθημάτων. Γι’ αυτό και όσοι αλλοιώνουν φρικτά το σώμα μίας λέξης, πιστεύω πως δεν έχουν ούτε καν υποψιαστεί πως οι λέξεις δεν είναι κούφια κελύφη, αλλά ρίζες που θρέφουν δέντρα. Κλαριά που υψώνονται στο όνειρο. Κορμοί που προστατεύουν κάποιες - αμυδρές έστω - ανθρώπινες ελπίδες.

   Καλύτερη καταφυγή δεν έχω, παρά να επιστρέψω στον «Μικρό ναυτίλο» και τα λόγια του Ο.Ελύτη :

  «Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές.

Ξόδεψα πολύ άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους  πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες τα μυστήρια.

Μία γλώσσα όπως η ελληνική που άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Άλλο τα σπλάχνα και άλλο τα σωθικά…

Θέλουμε – δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό που δίνουμε για να μας συντηρεί : το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο, το αείζωο.

Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης, την πιθανή ευτυχία μας.»

  
Ο Γιάννης Δημογιάννης είναι φιλόλογος.
Picture By: neurocenter.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου