Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Άκρα και φασισμός: θεωρία και πράξη

Τον τελευταίο χρόνο καλλιεργείται από συντηρητικούς και ψευδοφιλελεύθερους κύκλους η θεωρία των 2 άκρων. Μια συλλογιστική η οποία ταυτίζει την πολιτική δράση της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τις πρακτικές φασιστικών οργανώσεων τύπου Χ.Α. ,ενώ επιχειρείται μια επικίνδυνη εξομοίωση-σε ιδεολογικό επίπεδο-της κομμουνιστικής Αριστεράς με την Ακροδεξιά. Επίσης αναπτύσσεται μια μονοδιάστατη ερμηνεία για την αυξανόμενη δημοφιλία των νεοναζί, που παραβλέπει τις διεργασίες στο εσωτερικό της κοινωνίας την τελευταία 20ετία.
Σε ότι αφορά το πρώτο ζήτημα η εξίσωση της κομμουνιστικής Αριστεράς με την Ακροδεξιά είναι άκριτη και ανιστόρητη. Εν πρώτοις κομμουνιστικό ιδεώδες - ως ιδεολογικό ρεύμα ή φαντασιακή κατασκευή-συνέβαλε τα μέγιστα στην οικοδόμηση του ευρωπαϊκού μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας, που αποτελεί μια από τις καλύτερες στιγμές της πρόσφατης Ιστορίας. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας, η κατοχύρωση χρόνιων αιτημάτων του κόσμου της μισθωτής εργασίας ως αυτονόητα δικαιώματα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την δράση των κομμουνιστικών κομμάτων και την επιρροή τους στο λαϊκό κίνημα. Έπειτα η εξέλιξη των επαναστάσεων σε προσωποπαγείς τυραννίες δεν οφείλεται σε αυτή καθαυτή την Μαρξιστική θεώρηση των πραγμάτων, αλλά αντιθέτως στην αποκήρυξη της από τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Με πυξίδα την ΕΣΣΔ τα συμπεράσματα είναι προφανή. Το κόμμα σε διάσταση με την κοινωνία αντικατέστησε τις αριστοκρατικού τύπου ελίτ με την κομματική ιεραρχεία, ακυρώνοντας τις αμεσοδημοκρατικές δομές προς όφελος του ιερατείου του Πολίτμπιρο. Κοντολογίς ο Πολ Ποτ, ο Στάλιν, ο Τσαουσέσκου είναι παράγωγα της ρήξης μεταξύ δημοκρατικού κεκτημένου και μετεπαναστατικής πραγματικότητας. Τα θύματα που μέτρησαν οι λαοί του Ανατολικού Μπλοκ συνιστούν έγκλημα προσώπων, όχι τεκμήριο ενοχής εις βάρος μιας ιδεολογίας που πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος αντιπαλεύοντας την φρίκη του Ναζισμού.
Σχετικά με το φαινόμενο της Χ.Α. και την ολοένα αυξανόμενη επιρροή της, όσοι αναδεικνύουν την οικονομική κρίση ως μοναδικό αίτιο παραμερίζουν την διπλή κρίση που έχει τις ρίζες της στην δεκαετία του ’90.Την κρίση Παιδείας με την εκπαιδευτική διαδικασία να επικεντρώνεται στην βαθμοθηρία, αγνοώντας την βασική αποστολή της εκπαίδευσης-σε όλες τις βαθμίδες-,την καλλιέργεια κοινωνικής, προσωπικής και δημοκρατικής συνείδησης. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μια αρκετά ευάριθμη μερίδα των μαθητών του Λυκείου, δήλωνε πλήρη άγνοια για ιστορικά γεγονότα παγκόσμιας εμβέλειας, αναγνώσματα-κλειδιά για την εξέλιξη της οικουμενικής σκέψης ανά τους αιώνες, ενώ δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει την δημοκρατία ως πολιτικό σύστημα. Ακολούθησε μοιραία, η κρίση πολιτικής και δημοκρατικής ταυτότητας, απόρροια της προηγούμενης κρίσης και της διαφθοράς ταυτόχρονα του πελατειακού συστήματος. Αν προσθέσουμε και την απουσία μεταναστευτικής πολιτικής, έχουμε τα συστατικά του θανατηφόρου cocktail. Εν ολίγοις, οι σημερινοί ψηφοφόροι της Χ.Α. είναι όσοι ερμηνεύουν το δημοκρατικό πολίτευμα στα πλαίσια της εκλογικής πλειοδοσίας-ως εισιτήριο εργασίας ή βολέματος-ή όσοι η ίδια η έννοια τους είναι ακατάληπτη. Ακριβώς λοιπόν, επειδή το ζήτημα χρήζει πολυπαραγοντικής προσέγγισης, η λύση έχει να κάνει με ένα συνδυασμό παραγόντων. Αρχικά αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση η κυβερνητική παράταξη να απομακρυνθεί από την διχαστική ρητορική των τελευταίων μηνών, εστιάζοντας στο πολιτικό σκέλος της αντιπαράθεσης. Το επόμενο βήμα θα ήταν η από κοινού δράση των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, τόσο σε επίπεδο κοινοβουλευτικής δραστηριότητας, όσο και στο πεδίο των κινητοποιήσεων, με απώτερο στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου αντιφασιστικού κινήματος, το οποίο θα λειτουργήσει συσπειρωτικά, αμβλύνοντας τις όποιες αντιθέσεις. Τέλος, υπάρχει ως ύστατη λύση και η προσφυγή σε νομικά μέσα, ώστε μορφώματα τέτοιου τύπου να τεθούν εκτός νόμου. Εδώ, οι απόψεις είναι μοιρασμένες.
Αρκετοί εφιστούν την προσοχή, τονίζοντας το ενδεχόμενο της ηρωοποίησης ,ενώ εγείρουν και το ζήτημα της υποκειμενικότητας, σε σχέση με το τι αντιλαμβάνεται καθένας ως ακραίο. Υπενθυμίζουν επίσης την εκλογική νομιμοποίηση που απολαμβάνει η Χ.Α, σημειώνοντας πως ο σεβασμός της λαϊκής ετυμηγορίας δεν μπορεί να είναι επιλεκτικός. Αρκεί, λοιπόν να μεταφράσουμε το μήνυμα της κοινωνίας, απαντώντας στις ανάγκες της, και σταδιακά το πρόβλημα θα υποχωρήσει. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να βλέπουμε το ζήτημα εντός του νομικού πλαισίου περί τρομοκρατίας. Αφού –λένε- συμφωνούμε πως οι οργανισμοί κάθε πολιτικής φύσεως που θεωρούν την βία και την επιβολή της γνώμης τους με αθέμιτα μέσα αναπόσπαστο κομμάτι της δράσης τους, εμπίπτουν στις διατάξεις περί τρομοκρατίας, με τον νόμο να εφαρμόζεται για ακροαριστερές ή ακροαναρχικές οργανώσεις (17Ν,Πυρήνες της Φωτιάς) ,τι μας εμποδίζει να πράξουμε αναλόγως απέναντι σε φασιστικές συμμορίες της Ακροδεξιάς; Έπειτα ένα πολίτευμα απαλλαγμένο από την άλως της ξενοφοβίας και του ρατσισμού θα αναβάθμιζε την ίδια την Δημοκρατία ως έννοια, ανεβάζοντας το επίπεδο της πολιτικής ζωής, δημιουργώντας παράλληλα ένα κεκτημένο βασισμένο στο Διεθνές Δίκαιο και την Χάρτα Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ωστόσο, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις όλοι συναινούν στο εξής: Ο αγώνας ενάντια στον φασισμό δεν θα πρέπει να περιοριστεί σε συγκεντρώσεις συμβολικού χαρακτήρα, αλλά να πάρει μορφή καθημερινής πάλης. Στους χώρους εργασίας, στους τόπους συνάντησης με φίλους, στα σπίτια, σε κοινωνίες μικρής κλίμακας θα δοθεί η πρώτη μάχη του πολιτισμού και της δημοκρατίας με το παρελθόν στην πλέον ζοφερή του εκδοχή. Κι αυτή η μάχη, δεν επιτρέπεται να χαθεί.


Ο Βαγγέλης Μαρινάκης, είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικών Δομικών Έργων του Τ.Ε.Ι. Πειραιά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου